ἐπεζευγμένον

ἐπεζευγμένον
ἐπιζεύγνυμι
join at top
perf part mp masc acc sg
ἐπιζεύγνυμι
join at top
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιζεύγνυμι — ἐπιζεύγνυμι και επιζευγνύω (Α) 1. συνδέω στην άνω πλευρά («τοὺς κίονας τοῑς ἐπιστυλίοις ἐπέζευξεν», Πλούτ.) 2. δένω σφιχτά 3. δένω (τον ζυγό) 4. συνάπτω 5. περιλαμβάνω, περικλείω 6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ έπεζευγμένον η ελάσσων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”